- πρόπαλαι
- πρόπαλαιvery long agoindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόπαλαι — Α επίρρ. προ πολλού, από πολύ παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάλαι «προ πολλού, τον παλιό καιρό»] … Dictionary of Greek
προπάλαι — προπά̱λαῑ , πρό πάλλω poise aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՎԱՂ — ( ) NBH 2 0397 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c մ. πρόπαλαι, πρῶτον dudum, jampridem, olim. Կարի վաղագոյն. ʼի վաղուց կանխաւ. վաղ ուրեմն. *Մակբայիցս՝ պարզք, վաղ, նախ. եւ ջոկադիրք են, վաղվաղ, նախավաղ. Թր. քեր.: *Զարթնլով իսկ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)